ποτάμι, τό
Ερμηνεία:
[η συνεχής φυσική ροή νερού ποικίλης ποσότητας και ταχύτητας, που ξεκινάει από τις πηγές του σε βουνό ή λίμνη και εκβάλλει μετά από μακρά πορεία στο έδαφος στη θάλασσα ή σε λίμνη. Το νερό του ποταμού ρέει ανάμεσα στις όχθες και τον πυθμένα του, που διαμορφώνουν την κοίτη του]
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) ποταμός <πιθανόν από η ρίζα πο- (πόσιμο νερό, ποτο, πίνω) Καινή Διαθήκη 17 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
... Ἀργυροῦ, ἐβαδίζαμεν εἰς τοῦἈχειλᾶ τὸ ποτάμι τὸν κατηφορον, τὸ ρέμα-ρέμα. [Άσπρη σαν το χιόνι
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|